- λούσατο
- λούωlǎvoaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουσάτος — η, ο [λούσο] 1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο») … Dictionary of Greek
λουσάτος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), ντυμένος με πολυτέλεια, λουσαρισμένος: Κάνει παρέα μόνο με λουσάτους. 2. (για πράγματα), διακοσμημένος με πολυτέλεια, φιγουράτος: Έχουν λουσάτο σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λούσατ' — λούσατε , λούω lǎvo aor imperat act 2nd pl λούσατο , λούω lǎvo aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) λούσατε , λούω lǎvo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)